αναβρασμός

αναβρασμός
Ταχεία έκλυση αερίου από ένα υγρό, που εκδηλώνεται με έντονη ανάπτυξη φυσαλίδων. Η ανάπτυξη αερίου μπορεί να οφείλεται σε χημική αντίδραση (π.χ. μεταξύ ενός οξέος και ενός δισανθρακικού άλατος) ή σε ελάττωση της διαλυτότητας του αερίου στο υγρό, που οφείλεται, για παράδειγμα, σε ελάττωση της πίεσης. Σκόνες που αναβράζουν, δηλαδή ικανές να αναπτύσσουν αέριες ουσίες όταν υγρανθούν, έχουν εφαρμογές στην ιατρική και στη ζαχαροπλαστική.
* * *
ο (Α ἀναβρασμὸς) [ἀναβράσσω]
βρασμός, κόχλασμα
νεοελλ.
1. ψυχική ταραχή, έξαψη
2. αναταραχή, θόρυβος, αναστάτωση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αναβρασμός — αναβρασμός, ο και ανάβραση, η και αναβρασμό, το έξαψη, ταραχή, αγανάχτηση: Οι εργατικές οργανώσεις βρίσκονται σε αναβρασμό εξαιτίας του κυβερνητικού νομοσχεδίου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀναβρασμός — boiling up masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναβρασμοί — ἀναβρασμός boiling up masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναβρασμοῦ — ἀναβρασμός boiling up masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναβρασμούς — ἀναβρασμός boiling up masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναβρασμῷ — ἀναβρασμός boiling up masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναβρασμόν — ἀναβρασμός boiling up masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανακόχλαση — η [ανακοχλάζω] 1. δυνατό βράσιμο, αναβρασμός 2. βρασμός ψυχής, ψυχικός αναβρασμός …   Dictionary of Greek

  • ανάβραση — η (Α ἀνάβρασις) ο αναβρασμός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναβράσσω. ΠΑΡ. νεοελλ. αναβρασίλα] …   Dictionary of Greek

  • αναβράσσω — ἀναβράσσω και άττω (Α) 1. βράζω κάτι καλά, μέχρι κοχλασμού 2. τινάζω κάτι προς τα επάνω, εκσφενδονίζω 3. πηδώ έξω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * επιτ. + βράσσω. ΠΑΡ. ἀνάβραση( ις), ἀναβρασμός, ἀνάβραστος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”